- προεπεποίητο
- προεπεποίητο , προποιέωdo beforeplup ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεξέδρα — και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α [ἐξέδρα] χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῡ ἐπίτηδες αὐτοῡ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῡ», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek